ξεδιαλέγω

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

και ξεδιαλέω (Μ ξεδιαλέγω)
αποχωρίζω το πιο καλό ή κατάλληλο μέρος από ένα σύνολο, επιλέγω, διαλέγω, ξεχωρίζω
μσν.
υποβάλλω κάποιον ή κάτι σε εξέταση, ελέγχω, δοκιμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + διαλέγω.