μουσίτσα

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

η
1. μικρό πτερωτό έντομο που αναπτύσσεται σε βαρέλια από μούστο, σε σάπια κρέατα ή λαχανικά καθώς και σε σκουπίδια
2. η σκνίπα
3. (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης
4. προσφώνηση γυναίκας με πολύ λεπτοκαμωμένο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. muso + υποκορ. κατάλ. -ίτσα].