ναυτώνας

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
κτήριο ή πλοίο το οποίο χρησιμεύει ως χώρος διαμονής για τους ναύτες που εργάζονται σε ναυστάθμους ή σε άλλες ναυτικές υπηρεσίες ξηράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. -ώνας, (πρβλ στρατ-ώνας). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].