μυκητοκτόνος
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α
1. αυτός που καταστρέφει τους μύκητες
2. (το ουδ. πληθ, ως ουσ.) τα μυκητοκτόνα
(γεωπ.) χημικές ουσίες που δρουν εναντίον τών φυτοπαθογόνων μυκήτων οι οποίοι προσβάλλουν τα καλλιεργούμενα ή αυτοφυή φυτά και τα γεωργικά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκητας + -κτόνος (< κτείνω)].