Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
γίνομαι κόκκινος από ντροπή, κοκκινίζει το πρόσωπό μου από αιδημοσύνη.