ξεροκοκκινίζω
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
Greek Monolingual
γίνομαι κόκκινος από ντροπή, κοκκινίζει το πρόσωπό μου από αιδημοσύνη.
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
γίνομαι κόκκινος από ντροπή, κοκκινίζει το πρόσωπό μου από αιδημοσύνη.