ξυλία

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

German (Pape)

[Seite 281] ἡ, = ξυλεία, Holzwerk, Pol. 10, 27, 10 v. l.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de ramasser du bois ; tas de bois;
2 construction en bois.
Étymologie: ξύλον.

Greek Monolingual

η ξύλο
1. χτύπημα με ξύλο
2. κάθε είδος χτυπήματος
3. παροιμ. «ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δεν λογαριάζει» — λέγεται για εκείνον που εξαναγκάζεται σε υποταγή εξαιτίας μεγάλων στερήσεων.