μουσελίνα

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

και μουσουλίνα, η
(υφαντ.) λεπτό και με αραιή ύφανση ύφασμα κατασκευασμένο από λεπτά νήματα μαλλιού, βαμβακιού ή μεταξιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mousseline < Μοσούλη, ονομ. πόλης της Μεσοποταμίας, όπου κατασκευάστηκε για πρώτη φορά].