μουσελίνα

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220

Greek Monolingual

και μουσουλίνα, η
(υφαντ.) λεπτό και με αραιή ύφανση ύφασμα κατασκευασμένο από λεπτά νήματα μαλλιού, βαμβακιού ή μεταξιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mousseline < Μοσούλη, ονομ. πόλης της Μεσοποταμίας, όπου κατασκευάστηκε για πρώτη φορά].