Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
-η, -ο, θηλ. και -ια
1. (για τρόφιμα) αυτός που δεν είναι φρέσκος («μπαγιάτικα ψάρια»)
2. (κατ' επέκτ.) παλιός («μπαγιάτικα νέα μού λες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat + κατάλ. -ικος].