μπατίκι

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

το
1. ενοίκιο αγρού, χρήματα που δίνει κάποιος σε ιδιοκτήτη αγρού για να τον καλλιεργεί για δικό του όφελος
2. στον πληθ. τα μπατίκια
α) χρήματα που καταβάλλουν οι ιερείς στους επισκόπους για τον διορισμό τους σε ενορία
β) μικρή οικογενειακή τελετή με την οποία υποδέχονται τον γαμπρό στο σπίτι της νύφης μετά τον αρραβώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβατ-ίκι(ον) < ἐμβατός < ἐμβαίνω (βλ. λ. μπαίνω)].