μπατίκι

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

το
1. ενοίκιο αγρού, χρήματα που δίνει κάποιος σε ιδιοκτήτη αγρού για να τον καλλιεργεί για δικό του όφελος
2. στον πληθ. τα μπατίκια
α) χρήματα που καταβάλλουν οι ιερείς στους επισκόπους για τον διορισμό τους σε ενορία
β) μικρή οικογενειακή τελετή με την οποία υποδέχονται τον γαμπρό στο σπίτι της νύφης μετά τον αρραβώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβατ-ίκι(ον) < ἐμβατός < ἐμβαίνω (βλ. λ. μπαίνω)].