μπαρκάρω

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

μπαρκάρω και ἰμπαρκάρω)
1. επιβιβάζω κάποιον σε πλοίο («μπαρκάρησα τον αδελφό μου για την Αμερική»)
2. επιβιβάζομαι σε πλοίο
νεοελλ.
1. φορτώνω εμπορεύματα σε πλοίο
2. επιβιβάζομαι σε πλοίο για να αναλάβω υπηρεσία, ναυτολογούμαι («μπαρκάρησε ως μούτσος σε παναμέζικο καράβι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. im-barcare].