Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
-άω
(κυρίως για τα βρέφη) μετακινούμαι χρησιμοποιώντας και τα χέρια και τα πόδια, πάω με τα τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μπούσουλας. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τη ρουμ. επιρρμ. φράση de-a buşilea «με τα τέσσερα»].