Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
η
1. γυάλινο δοχείο με στενό λαιμό για νερό ή άλλα υγρά, φιάλη, μπουκάλα
2. φιάλη υγραερίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. bottiglia < μσν. λατ. butticula, υποκορ. του buta < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (πρβλ. βυτίο].