μυδροκτυπώ
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
μυδροκτυπῶ, -έω (Α) μυδροκτύπος
(για τον Ήφαιστο) σφυρηλατώ πυρακτωμένο σίδερο («κορυφαῑς δ'έν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῑ Ἥφαιστος», Αισχύλ.).