ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
-έςαυτός που πάσχει από μυθομανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύθος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. κλεπτο-μανής].