μυθομανία

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. ιδιοσυγκρασιακή τάση για πλάσιμο ψευδών και μυθευμάτων, της οποίας διακρίνονται, σύμφωνα με τον αρχικό ορισμό της, τρεις τύποι, η ματαιόδοξη, η κακεντρεχής και η διεστραμμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. γαλλ. mythomanie (< μύθος + -μανία < -μανής < μαίνομαι)].