μυθομανία

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. ιδιοσυγκρασιακή τάση για πλάσιμο ψευδών και μυθευμάτων, της οποίας διακρίνονται, σύμφωνα με τον αρχικό ορισμό της, τρεις τύποι, η ματαιόδοξη, η κακεντρεχής και η διεστραμμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. γαλλ. mythomanie (< μύθος + -μανία < -μανής < μαίνομαι)].