μπροστινός
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, εμπρόσθιος, πρόσθιος
2. αυτός που αποτελεί την όψη ή βρίσκεται στο εμπρόσθιο μέρος ενός πράγματος
3. αυτός που προπορεύεται, που προηγείται
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μπροστινά
τα εμπρόσθια μέρη του ανθρώπινου σώματος από τη μέση και κάτω, καθώς και τα εμπρόσθια σκέλη ζώου
5. παροιμ. «τών μπροστινών πατήματα τών πισινών γεφύρια» — οι μεταγενέστεροι εκμεταλλεύονται τα επιτεύγματα τών προγενεστέρων και οικοδομούν πάνω σε αυτά δημιουργώντας νέα επιτεύγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπροστά + κατάλ. -ινός (πρβλ. κοντ-ινός, σημερ-ινός)].