εμπρόσθιος

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐμπρόσθιος, -ον)
αυτός που βρίσκεται μπροστά, πρόσθιος, μπροστινός
αρχ.
αστρον. αυτός που προηγείται στην ημερήσια κίνηση του ουρανού.
επίρρ...
εμπροσθίως
κατά το εμπρόσθιο μέρος, από εμπρός.