μυλούμαι

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

μυλοῡμαι, -όομαι (Α)
(για τραύματα) γίνομαι σκληρός σαν τη μύλη, σκληρύνομαι, επουλώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη. Το ρ. που αποδίδει τη σημ. του μύλη είναι το ρ. ἀλέω «αλέθω». Τα μετονοματικά παράγωγα του μύλη είναι σπάνια και έχουν σημ. εξειδικευμένη και μεταφορική (πρβλ. μυλιῶ «τρίζω τα δόντια», μύλλω «συνουσιάζομαι με γυναίκα»)].