μυογράφος

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source

Greek Monolingual

ο
φυσιολ. αυτογραφική συσκευή που εγγράφει τις μυϊκές συστολές, αλλ. ηλεκτρομυογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myographe (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].