ολυμπίας
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
ὀλυμπίας, ὁ (Α) Ολυμπία
(στη Λέσβο και την Εύβοια) βορειοδυτικός άνεμος που πνέει, συνήθως, πριν και μετά από τη χειμερινή περίοδο από τη μεσογειακή πλευρά της Θεσσαλίας.