ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
(Α ὀκτάκις και ὀκτάκιν και ὀκτάκι)επίρρ. οκτώ φορές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. εξ-άκις)].