οκτάκις

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

ὀκτάκις και ὀκτάκιν και ὀκτάκι)
επίρρ. οκτώ φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. εξάκις)].