μυστηριωδώς
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
(Α μυστηριωδώς)
επίρρ. βλ. μυστηριώδης.
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(Α μυστηριωδώς)
επίρρ. βλ. μυστηριώδης.