μυστροθήκη
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
ἡ,
A spoon-case, PCornell33.13 (iii A. D.).
Greek Monolingual
μυστροθήκη, ἡ (Α)
θήκη για τοποθέτηση κουταλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστρον + θήκη.