νάβλας
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
German (Pape)
[Seite 227] ὁ, Sp. auch ναύλας, ein musikalisches Saiteninstrument, Philem. bei Ath. IV, 175 d u. Poll. 4, 61; bei Ath. a. a. O. steht auch der gen. νάβλα u. heißt es eine Erfindung der Phönicier; bei Clem. Al. ein Instrument der Kappadocier; bei Strab. 10, 3, 17, der es auch ein barbarisches Wort nennt, haben die mss. νάμβλας. – Nach Hesych. hieß so auch der das Instrument spielte.
Greek Monolingual
ο (Α νάβλας)
1. η νάβλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «νάβλας
κιθαριστής, εἶδος ὀργάνου μουσικοῡ δυσηχοῡς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. nēbel «άρπα»). Η αρχική σημ. της σημιτικής ρίζας ήταν «βάζο, αγγείο», όπως μαρτυρεί και η σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. της ετρουσκικής naplan «κούπα». Το μουσ. όργανο θα πρέπει να πήρε την ονομ. αυτή λόγω του στρογγυλευμένου σχήματος του ηχείου του. Η Ελληνική δανείστηκε τη λ. μάλλον από τη Φοινικική (πρβλ. φοιν. nbl «άρπα»). Η λ. απαντά και στη Λατινική στους τ. nallium, nallum].