ναϊάς
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
German (Pape)
[Seite 227] άδος, ἡ, die Najade, Fluß- od. Wassernymphe, gew. im plur. αἱ Ναϊάδες, Eur. u. folgde Dichter; auch in späterer Prosa. – Auch ναΐς, ναΐδος, Anyte, 10 (IX, 745), Alciphr. 3, 11.
Greek Monolingual
(I)
και ναΐς, η
1. βοτ. γένος μονοκότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. naias < νεολατ. Naiad - Naias < λατ. naias < Ναϊάς «νύμφη»].