νεκροτομή

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και νεκροτομία, η (Μ νεκροτομία)
ιατρ. η ανατομική εξέταση πτώματος με διάνοιξη τών διαφόρων κοιλοτήτων και οργάνων, η οποία αποσκοπεί στην εξακρίβωση τών αιτίων του θανάτου ή σε άλλους ερευνητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -τομία (< -τόμος < τέμνω). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. ως επιστημονικός όρος, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. necrotomy (< νεκρός + τομή)].