ναυτοδάνειο

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. δάνειο σε πλοιοκτήτη ή σε φορτωτή με την ευκαιρία ναυτικής επιχείρησης του οποίου η επιστροφή εξαρτάται από την αίσια έκβαση που αυτή θα έχει
2. μτφ. δανεικά κι αγύριστα, θαλασσοδάνειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + δάνειο. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].