θαλασσοδάνειο

Greek Monolingual

το
1. δάνειο με υψηλό τόκο που παρεχόταν σε πλοιοκτήτη ή φορτωτή, ενώ η επιστροφή του εξαρτούνταν από την αίσια έκβαση ναυτικής επιχείρησης
2. δάνειο με πολύ μεγάλο τόκο του οποίου η απόδοση δεν είναι σίγουρη λόγω του ότι ο οφειλέτης δεν είναι φερέγγυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + δάνειο. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στον Ν. Παπαδόπουλο].