νεκρόζωος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek (Liddell-Scott)

νεκρόζωος: -ον, καὶ νεκρὸς καὶ ζῶν, ἡμιθανής, «μισοζώντανος», Νικήτ. Εὐγ. 3. 355.

Greek Monolingual

νεκρόζωος, -ον (Μ)
ημιθανής, νεκροζώντανος, μισοπεθαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- -ζωος (< ζωή), πρβλ. ολιγό-ζωος].