ναυτολογώ

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

(Α ναυτολογῶ, -έω) ναυτολόγος
νεοελλ.
1. στρατολογώ ναύτες στο πολεμικό ναυτικό
2. προσλαμβάνω ναύτες στο εμπορικό ναυτικό
αρχ.
δέχομαι επιβάτες ή φορτίο στο πλοίο.