ναυτολογώ

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

Greek Monolingual

(Α ναυτολογῶ, -έω) ναυτολόγος
νεοελλ.
1. στρατολογώ ναύτες στο πολεμικό ναυτικό
2. προσλαμβάνω ναύτες στο εμπορικό ναυτικό
αρχ.
δέχομαι επιβάτες ή φορτίο στο πλοίο.