στρατολογώ

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

Greek Monolingual

στρατολογῶ, -έω, ΝΜΑ
συγκεντρώνω και κατατάσσω στρατευσίμους στον στρατό
νεοελλ.
μτφ. (συν. με αρνητική σημ.) προσελκύω συνεργάτες ή οπαδούς σε μια πολιτική ή κοινωνική οργάνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -λογώ (πρβλ. σταχυολογώ)].