νεκροταφείο
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek Monolingual
το (ΑΜ νεκροτάφιον) νεκροτάφος
τόπος όπου ενταφιάζονται οι νεκροί, κοιμητήριο
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. τα νεκροτάφια
το σάβανο και τα υπόλοιπα ενδύματα του νεκρού.