νευροσπάστης
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
ου, ὁ,
A puppet-show man, IG11(2).133.80 (Delos, ii B.C.), Arist.Mu.398b16, Ath.1.19e.
Greek (Liddell-Scott)
νευροσπάστης: -ου, ὁ, ὁ διὰ χορδῶν κινῶν πλαγγόνας, «κούκλας», Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 15.
Greek Monolingual
νευροσπάστης, ὁ (Α)
αυτός που κινεί τα νευρόσπαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -σπαστής (< σπῶ), πρβλ. εκ-σπάστης].