νεφοδιώκτης
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek (Liddell-Scott)
νεφοδιώκτης: ὁ, ὁ διὰ μαγικῆς τέχνης τὰς νεφέλας διώκων, Ψευδο-Ἰουστῖν. 1277D (πρβλ. Διόδ. 5, 55, Παυσ. 2. 34, 3, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 248Β, κλ.).
Greek Monolingual
νεφοδιώκτης, ὁ (ΑΜ)
1. αυτός που με μαγική τέχνη διώχνει τα σύννεφα
2. (κατ' επέκτ.) νεφελομάντης, αυτός που ασκεί μαντεία με την παρατήρηση τών νεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + διώκτης (< διώκω)].