νηπιακός
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
-ή, -ό νήπιο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νήπιο
2. φρ. «νηπιακή ηλικία»
α) (ιατρ.-φυσιολ.) η περίοδος της ζωής του παιδιού ανάμεσα στη βρεφική και παιδική ηλικία, δηλαδή από το τέλος του πρώτου έτους έως το έκτο έτος
β) (εκπ.) η περίοδος της ζωής του παιδιού από τα μέσα του 3ου έτους ώς το τέλος του 5ου έτους, περίοδος κατά την οποία το παιδί φοιτά στο νηπιαγωγείο.