Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
νηπιοτροφῶ, -έω (Α)ανατρέφω νήπια.[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + -τροφῶ (< «τρόφος < τρέφω), πρβλ. κτηνο-τροφώ, παιδο-τροφώ].