νησύδριο
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
το (Α νησύδριον)
(υποκορ. του νῆσος) μικρό νησί, νησάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + υποκορ. κατάλ. -ύδριο(ν), πρβλ. λογ-ύδριο, να-ΰδριο].