νησύδριο

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

το (Α νησύδριον)
(υποκορ. του νῆσος) μικρό νησί, νησάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + υποκορ. κατάλ. -ύδριο(ν), πρβλ. λογύδριο, ναΰδριο].