Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νιτροπηγικός

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νιτροπηγικός Medium diacritics: νιτροπηγικός Low diacritics: νιτροπηγικός Capitals: ΝΙΤΡΟΠΗΓΙΚΟΣ
Transliteration A: nitropēgikós Transliteration B: nitropēgikos Transliteration C: nitropigikos Beta Code: nitrophgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A made of congealed νίτρον, Alex.Trall. 12.

Greek (Liddell-Scott)

νιτροπηγικός: -ή, -όν, ὁ κατεσκευασμένος ἐκ πεπηγότος νίτρου, Ἀλέξ. Τραλλ. 11. 630.

Greek Monolingual

νιτροπηγικός, -ή, -όν (Α)
κατασκευασμένος από παγωμένο νίτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + πήγνυμι (πρβλ. ναυ-πηγικός)].