νεφρί

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

το (Α νεφρίον, Μ νεφρί)
νεοελλ.-μσν.
ο νεφρός
αρχ.
1. μικρός νεφρός
2. το φυτό ελαφόβοσκον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νεφρί < αρχ. νεφρί-ον, υποκορ. του νεφρός.