ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
τοενοίκιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐνοίκιον, ουδ. του επιθ. ἐνοίκιος, με σίγηση του αρκτικού -ε-].