νοματίζω

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

δίνω όνομα σε κάποιον ή αναφέρω ή καλώ κάποιον με το ονομά του, ονοματίζω, ονομάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματίζω, με σίγηση του αρκτικού άτονου -ο-].