Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
νοσοποιῶ, -έω (Α) νοσοποιός1. προκαλώ νόσο2. μεταδίδω νόσο σε κάποιον.