νοσοποιώ

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

νοσοποιῶ, -έω (Α) νοσοποιός
1. προκαλώ νόσο
2. μεταδίδω νόσο σε κάποιον.