τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
νοσοποιῶ, -έω (Α) νοσοποιός1. προκαλώ νόσο2. μεταδίδω νόσο σε κάποιον.