νοσοποιός

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσοποιός Medium diacritics: νοσοποιός Low diacritics: νοσοποιός Capitals: ΝΟΣΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: nosopoiós Transliteration B: nosopoios Transliteration C: nosopoios Beta Code: nosopoio/s

English (LSJ)

νοσοποιόν,
A causing sickness, Diph.Siph. ap. Ath.3.80e; ν. αἴτια Gal.1.158.
2 metaph., causing disturbances, D.H.8.90.

Greek (Liddell-Scott)

νοσοποιός: -όν, ὁ προξενῶν νόσον εἴς τινα, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 80Ε, Γαλην. 2) μεταφορ., ὁ προξενῶν στάσιν, ταραχάς, Διον. Ἁλ. 8. 90. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 150.

Greek Monolingual

-ό (ΑΜ νοσοποιός)
αυτός που προκαλεί νόσο, νοσογόνος
αρχ.
μτφ. αυτός που προκαλεί πολιτική αναταραχή, στασιαστής, ταραχοποιός («τοὺς νοσοποιοὺς ἐκ τῆς πόλεως ἐξελθεῖν», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -ποιός].

German (Pape)

krank machend, Mnesith. bei Ath. II.80e; übertragen, Unruhe stiftend, Dion.Hal. 8.90.